ροή ειδήσεων

Βάρβαροι λεηλατούν επί 40 χρόνια την πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά της Κύπρου… (βίντεο)

Μια από τις πιο θλιβερές συνέπειες της τουρκικής εισβολής του 1974 και της παράνομης κατοχής, είναι η βίαιη και συστηματική καταστροφή της πολιτιστικής και θρησκευτικής κληρονομιάς στα κατεχόμενα.

Εκατοντάδες ιστορικά και...
λατρευτικά μνημεία σε διάφορα σημεία των κατεχομένων περιοχών έχουν καταστραφεί, λεηλατηθεί και υποστεί βανδαλισμούς.

Έχουν επίσης πραγματοποιηθεί παράνομες “ανασκαφές” και πολιτιστικοί θησαυροί έχουν κλαπεί από μουσεία και ιδιωτικές συλλογές στα κατεχόμενα και έχουν πωληθεί στο εξωτερικό.

Το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους που επισυνάπτουμε, αποτελεί πρωτοβουλία της Επιτροπής Κατεχόμενων Δήμων της Κύπρου και έχει σαν στόχο την προβολή της συστηματικής καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου που συντελείται στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού, από την Τουρκική εισβολή του 1974.

Τούρκοι βάρβαροι λεηλατούν επί 40 χρόνια την πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά της Κύπρου… (βίντεο)


Περισσότερες από 550 Ελληνορθόδοξες εκκλησίες, παρεκκλήσια και μοναστήρια σε πόλεις και χωριά των κατεχομένων περιοχών έχουν λεηλατηθεί, υποστεί εσκεμμένους βανδαλισμούς και σε αρκετές περιπτώσεις κατεδαφιστεί.

Πολλoί χριστιανικοί χώροι λατρείας έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, αποθήκες του κατοχικού στρατού, στάβλους και αχυρώνες, γεγονός που αποδεικνύει σαφώς ότι η θρησκευτική κληρονομιά στα κατεχόμενα υπήρξε στόχος των κατοχικών αρχών στο πλαίσιο της πολιτικής αλλοίωσης της πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής.

Επιπρόσθετα, σημαντικά πολιτιστικά μνημεία και χώροι λατρείας εξακολουθούν να μην είναι προσβάσιμα επειδή βρίσκονται μέσα σε «στρατιωτικές ζώνες» του Τουρκικού κατοχικού στρατού.

Η τύχη των εκκλησιαστικών κειμηλίων των ναών αυτών, που υπολογίζονται στις 20,000, παραμένει άγνωστη.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Κυπριακής Αστυνομίας, πάνω από 60,000 πολιτιστικά αντικείμενα έχουν μεταφερθεί παράνομα σε ξένες χώρες μετά το 1974.

Πολύ σημαντικές και ανεκτίμητες εικόνες περιήλθαν στην κατοχή οίκων δημοπρασίας και πωλήθηκαν παράνομα στο εξωτερικό από εμπόρους τέχνης.

Η καταστροφή δεν περιορίζεται στα μνημεία που ανήκουν στην Εκκλησία της Κύπρου, αλλά επεκτείνεται σε μνημεία που ανήκουν στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και στις θρησκευτικές ομάδες των Αρμενίων, των Μαρωνιτών και των Λατίνων, όπως για παράδειγμα το Αρμενομονάστηρο Sourp Magar στη Χαλεύκα και το Μαρωνίτικο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στη Σκυλλούρα.


 

 Δυστυχώς, υπάρχουν πληροφορίες ότι όλα τα αντικείμενα που εκτίθεντο σε μουσεία στις κατεχόμενες περιοχές, καθώς και όλο το μη καταχωρημένο υλικό στις αποθήκες ξένων αρχαιολογικών αποστολών λεηλατήθηκαν κι εξήχθησαν παράνομα στο εξωτερικό.

Σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, όπως η Έγκωμη που ανάγεται στην ύστερη εποχή του Χαλκού, έχουν αφεθεί στα στοιχεία της φύσης και χρειάζονται επειγόντως συντήρηση.


 

 Παρά το γεγονός ότι το Τμήμα Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι η μόνη νόμιμη αρχή για την έκδοση αδειών αρχαιολογικών ανασκαφών ή αποκατάστασης μνημείων και αρχαιολογικών χώρων και έχει την πλήρη ευθύνη για οποιαδήποτε εργασία διεξάγεται σε ολόκληρη την επικράτεια της Δημοκρατίας, «ανασκαφές» εξακολουθούν να διεξάγονται παράνομα σε αρχαιολογικούς χώρους στο κατεχόμενο τμήμα του νησιού.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν οι παράνομες ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας που διεξάγει το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας σε ετήσια βάση από το 1999.

Οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν τις σχετικές διεθνείς συνθήκες και καταδεικνύουν έλλειψη σεβασμού προς την ακαδημαϊκή ηθική.

Για παράδειγμα, η σύσταση της ΟΥΝΕΣΚΟ για τις Διεθνείς Αρχές που Διέπουν τις Αρχαιολογικές Ανασκαφές σύμφωνα με το Άρθρο VI (32) περί Ανασκαφών σε Κατεχόμενες Περιοχές διαλαμβάνει σαφώς ότι «Σε περίπτωση ένοπλης σύγκρουσης, οποιοδήποτε Κράτος Μέλος που κατέχει έδαφος άλλου Κράτους Μέλους θα πρέπει να αποφεύγει τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών στο κατεχόμενο έδαφος. Σε περίπτωση τυχαίων ευρημάτων, ιδιαίτερα κατά τη διεξαγωγή στρατιωτικών έργων, η κατοχική Δύναμη οφείλει να λαμβάνει κάθε δυνατό μέτρο για την προστασία αυτών των ευρημάτων, τα οποία και θα πρέπει, μετά τον τερματισμό των εχθροπραξιών, να παραδίδονται στις αρμόδιες αρχές του εδάφους που προηγουμένως ήταν υπό κατοχήν, μαζί με όλη τη σχετική τεκμηρίωση».


 

 Ο ρόλος της Τουρκίας στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων από την κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου καταδείχθηκε από αριθμό υποθέσεων που η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η Εκκλησία της Κύπρου οδήγησαν ενώπιον της δικαιοσύνης και το γεγονός ότι κλεμμένα πολιτιστικά αντικείμενα που εντοπίζονται στο εξωτερικό προέρχονται από μνημεία που βρίσκονταν εντός των στρατοπέδων του κατοχικού στρατού, όπως για παράδειγμα οι τοιχογραφίες του Αγίου Ευφημιανού της Λύσης.

Η πιο γνωστή υπόθεση με διεθνή αντίκτυπο αφορούσε την αφαίρεση και παράνομη εξαγωγή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, ένα σπάνιο αριστούργημα του 6ου αιώνα.

Μετά από αγωγή που κατέθεσε η Εκκλησία της Κύπρου το 1989 στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Ινδιανάπολης στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα ψηφιδωτά επέστρεψαν στην Κύπρο.

Ο Πρόεδρος του Αμερικανικού Εφετείου, Δικαστής Bauer στην απόφαση του 1990 για την επιστροφή των ψηφιδωτών της Κανακαριάς στην Κύπρο κατέληξε: «Μόνο οι χειρότεροι των αχρείων προσπαθούν να αποκομίσουν προσωπικό κέρδος από αυτή τη συλλογική απώλεια. Αυτοί που λεηλάτησαν τις εκκλησίες και τα μνημεία στην πληγείσα από τον πόλεμο Κύπρο, μετέφεραν τα υπολείμματα μακριά και τώρα κάνουν λαθρεμπόριο και τα πωλούν για μεγάλα ποσά, είναι απλώς τέτοιοι παλιάνθρωποι».


 

 Η διεθνής κοινότητα επιδεικνύει μεγάλη ευαισθησία σε θέματα προστασίας και σεβασμού της πολιτιστικής κληρονομιάς σε όλο τον κόσμο, όπως γίνεται φανερό από τον αριθμό των Συμβάσεων και Πρωτοκόλλων που έχουν υιοθετηθεί για την προστασία, καθώς και την επιστροφή τέτοιων αντικειμένων πολιτιστικής κληρονομιάς στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους.

Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης του 1954 για την«Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς στην Περίπτωση Ένοπλης Σύρραξης» (1964). Αυτή η Σύμβαση θεωρείται η πιο σημαντική για την περίπτωση της κατεχόμενης Κύπρου. Ιδιαίτερα το άρθρο 4(3) της εν λόγω Σύμβασης αναφέρει ότι η κατοχική δύναμη αναλαμβάνει όπως «Απαγορεύσει, εμποδίσει και, αν χρειαστεί, σταματήσει οποιουδήποτε είδους κλοπή, λεηλασία ή σφετερισμό από οποιεσδήποτε πράξεις βανδαλισμού που στρέφονται κατά της πολιτιστικής περιουσίας».

Η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Σύμβαση της Χάγης από το 1965.

Τόσο η Κυπριακή Δημοκρατία όσο και η Τουρκία είναι επίσης συμβαλλόμενα μέρη και στη Σύμβαση της ΟΥΝΕΣΚΟ (1970) «για τους Τρόπους Απαγόρευσης και Παρεμπόδισης της Παράνομης Εισαγωγής, Εξαγωγής και Μεταβίβασης Ιδιοκτησίας της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «η εξαγωγή και μεταφορά ιδιοκτησίας πολιτιστικής περιουσίας υπό καθεστώς εξαναγκασμού που πηγάζει άμεσα ή έμμεσα από την κατοχή μιας χώρας από μια ξένη δύναμη πρέπει να θεωρείται παράνομη» (άρθρο 11).

Πολλές άλλες Συμβάσεις έχουν υιοθετηθεί για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς ή την επιστροφή της στους νόμιμους ιδιοκτήτες. Ανάμεσα σ’ αυτές είναι η Σύμβαση Unidroit για την Κλοπιμαία ή Παράνομα Εξαχθείσα Πολιτιστική Κληρονομιά, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Παρά τις συμβατικές της υποχρεώσεις της Τουρκίας που εκπορεύονται από τις Συμβάσεις στις οποίες είναι συμβαλλόμενο μέρος, η καταστροφή της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο συνεχίζεται όπως φαίνεται από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

Η καταστροφή του νεολιθικού οικισμού στο ακρωτήριο Απόστολος Ανδρέας Κάστρος στο κατεχόμενο Ριζοκάρπασο το 2005 καταδεικνύει την απόλυτη έλλειψη σεβασμού του κατοχικού στρατού προς την πολιτιστική κληρονομιά της Κύπρου, η οποία αποτελεί κοινή κληρονομιά ολόκληρης της ανθρωπότητας.

Ο αρχαιολογικός χώρος ισοπεδώθηκε από μια μπουλντόζα του κατοχικού στρατού με στόχο την τοποθέτηση δυο βάσεων για τοποθέτηση της σημαίας της Τουρκίας και της παράνομης αποσχιστικής οντότητας των κατεχομένων στην κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται και ο αρχαιολογικός χώρος.

Ο Απόστολος Ανδρέας Κάστρος ήταν ένας οικισμός ψαράδων της 6ης χιλιετίας π.Χ. που ανασκάφηκε μεταξύ του 1970 και του 1973.

Επρόκειτο για ένα από τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Νεολιθικής περιόδου ο οποίος καταδείκνυε την προσαρμογή των κατοίκων του στο παράκτιο περιβάλλον.

Η καταστροφή καταδικάστηκε από τη 15η Γενική Συνέλευση του ICOMOS (International Council of Monuments and Sites) στην Xi’ an της Κίνας.

Ο αρχαιολογικός χώρος Απόστολος Ανδρέας Κάστρος πριν την καταστροφή του







Τμ.Αρχαιοτήτων/Υπ.Εξωτερικων Κύπρου

sigmalive

Παράπονα Ρόδου

Σχόλια

όλα τα νέα στο email σας

Get new posts by email:
παράπονα Ρόδου

επικοινωνήστε

δώσε δύναμη στη φωνή σου,
κάνε τα παράπονα στον δήμαρχο,
κατήγγειλε ότι βλάπτει την κοινωνία,
διέδωσε τις πιο σημαντικές ειδήσεις,
μοιράσου χρήσιμες συμβουλές,
στείλε μας το δικό σου άρθρο
και δημοσίευσε ότι θέλεις
στο paraponarodou@gmail.com
ή συμπλήρωσε την φόρμα

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *