Ελάχιστοι μαθητές στις ακριτικές περιοχές

Ο καθηγητής Βαγγέλης Ηλιάδης με τις μαθήτριές του στο Γυμνάσιο-Λύκειο Χάλκης
Την ίδια ώρα που τα προαύλια των εκπαιδευτικών συγκροτημάτων στα αστικά κέντρα γεμίζουν από εκατοντάδες μαθητές, στις αίθουσες διδασκαλίας των ακριτικών περιοχών της ελληνικής επικράτειας οι δάσκαλοι προσπαθούν να μεταφέρουν τις γνώσεις τους σε παιδιά που δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Της Δήμητρας Τριανταφύλλου
dtriantafillou@neaselida.news
Μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς από τη Χάλκη, τη Γαύδο και τα Ζαγοροχώρια μιλούν στη «Νέα Σελίδα» για τις αγωνίες τους, τις δυσκολίες που συχνά καλούνται να αντιμετωπίσουν αλλά και τις ενέργειες που έχουν γίνει είτε από τους ίδιους είτε από την πολιτεία για να μην υπάρξουν ελλείψεις τόσο σε μαθησιακό περιεχόμενο όσο και σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Μέσω Skype συνομιλήσαμε με δύο χαμογελαστά κορίτσια και τον δάσκαλό τους από τη Χάλκη. Η 13χρονη Τσαμπίκα Αργυρίου και η 16χρονη Παναγιώτα Σφυρίου είναι μαθήτριες στο γυμνάσιο και το λύκειο του νησιού, όπου φοιτούν 16 μαθητές.
Η 13χρονη Τσαμπίκα Αργυρίου και η 16χρονη Παναγιώτα Σφυρίου είναι μαθήτριες στο γυμνάσιο και το λύκειο της Χάλκης, όπου φοιτούν 16 μαθητές.
Πρώτη πήρε τον λόγο η Τσαμπίκα: «Μέχρι τη γ΄ δημοτικού είχα έναν συμμαθητή. Από τη δ΄ δημοτικού και έκτοτε είμαι μόνη μου στην τάξη. Είναι σαν να κάνω ιδιαίτερα». Ωστόσο, η 13χρονη νιώθει μοναξιά, αφού δεν έχει κάποιον συνομήλικό της για να μοιραστεί τις σχολικές της ανησυχίες. «Θέλω να γίνω σεφ, το ίδιο που σπούδασε και η μαμά μου. Κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν δουλεύει στην Κρήτη και τη Ρόδο. Ο μπαμπάς μου είναι οδηγός απορριμματοφόρου στον δήμο. Πάντως, δεν θέλω να σπουδάσω στην Αθήνα. Είναι πολύ μακριά από τον τόπο μου και την οικογένειά μου. Εδώ η ζωή μας είναι ήρεμη. Μπορεί να μας λείπουν τα καταστήματα με ρούχα και παπούτσια, αλλά, από την άλλη, θα χαλούσε η Χάλκη μας, θα χανόταν η ομορφιά της αν είχαμε πολλά τέτοια», λέει στη «Νέα Σελίδα» η μαθήτρια του γυμνασίου. Παράλληλα, η Τσαμπίκα τονίζει πόσο ευεργετικό είναι για εκείνη και τους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου της οι εξωσχολικές δραστηριότητες που διοργανώνουν οι δάσκαλοί τους: «Κάθε Σάββατο βράδυ έχουμε τη σινεφίλ βραδιά, στην οποία συμμετέχουν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Τις Πέμπτες κάνουμε ζούμπα και κάθε Παρασκευή πινγκ πονγκ».
Οι δάσκαλοι της Χάλκης οργανώνουν για τα παιδιά και τους κατοίκους του νησιού βραδιές σινεφίλ αλλά και μαθήματα ζούμπα και πινγκ πονγκ
Στη συνέχεια τη σκυτάλη παίρνει η 16χρονη Παναγιώτα. «Η μαμά μου είναι καθαρίστρια στο σχολείο και ο μπαμπάς μου ναυτικός στο καΐκι που κάνει το δρομολόγιο Ρόδος – Χάλκη. Εχω άλλα τρία αδέλφια: μια αδελφή 18 χρόνων, που είναι μαθήτρια της γ΄ λυκείου, άλλη μια αδελφή 23 ετών και έναν αδελφό 24 χρόνων. Ο αδελφός μου δουλεύει ως σερβιτόρος καθ’ όλη τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν εδώ στο νησί και η αδελφή μου κάνει μαθήματα ECDL μέσω Skype – θέλει να δουλέψει στον Δήμο Χάλκης», λέει στη «Νέα Σελίδα» η Παναγιώτα Σφυρίου και συμπληρώνει: «Από φέτος είμαι μόνη μου στην τάξη. Αν μου λείπει κάτι περισσότερο από καθετί άλλο εδώ στο νησί, αυτό είναι η διασκέδαση. Οταν δεν έχουμε τις δραστηριότητες, κλεινόμαστε στο σπίτι. Θα ήθελα να γίνω νηπιαγωγός και να σπουδάσω στην Αθήνα για να δω πώς είναι η ζωή εκεί».
Μετά τις διηγήσεις των δύο κοριτσιών, σειρά παίρνει ο δάσκαλος Βαγγέλης Ηλιάδης: «Μέχρι το 2009 βρισκόμουν στην Αθήνα, αλλά επειδή η καταγωγή μου είναι από εδώ, ονειρευόμουν να έρθω στο νησί και να βοηθήσω να γίνει το σχολείο ένας μικρός πολιτιστικός πυρήνας». Ο κ. Ηλιάδης πιστεύει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι πιο αποδοτική στη Χάλκη. «Σε κάθε τάξη έχω από ένα έως τέσσερα παιδιά, εκ των πραγμάτων, λοιπόν, γνωρίζω τις ανάγκες και τα προβλήματα κάθε παιδιού ξεχωριστά, πράγμα που είναι αδύνατο να συμβεί σε μια τάξη με 27 μαθητές. Επίσης, τα προβλήματα μέσα στη σχολική κοινότητα λύνονται πολύ γρήγορα, γιατί εδώ όλα φαίνονται περισσότερο – και τα καλά και τα κακά», επισημαίνει.
Το καλό, πάντως, σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, είναι ότι αυξάνονται διαρκώς οι δράσεις που απευθύνονται στους μαθητές της παραμεθορίου που προσφέρονται είτε μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα είτε μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα όπως το «Αγονη Γραμμή Γόνιμη» , που εδώ και έντεκα χρόνια ταξιδεύει αδιάκοπα μες στην καρδιά του χειμώνα στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας. «Εκτός από την “Αγονη Γραμμή Γόνιμη”, που ερχόταν εδώ επί έξι συνεχόμενα χρόνια, και το Ιδρυμα Νιάρχος μας έχει ενισχύσει με εκπαιδευτικό προσωπικό για να κάνουν τα παιδιά στον ελεύθερο χρόνο τους αθλητικές δραστηριότητες, ενώ έχουμε φτιάξει και βιβλιοθήκη μέσα στο σχολείο με 3.500 τίτλους που δόθηκαν μέσα από χορηγίες», λέει. Οσο για τον μαθητικό πληθυσμό, οι μισοί μαθητές είναι αλβανικής καταγωγής, στο δε δημοτικό σχολείο είναι η πλειοψηφία. Πρόκειται για παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα. «Στη Χάλκη δεν υπάρχει εθνικιστική αντιπαλότητα, όπως σε άλλα μέρη, που ακούμε ότι έκανε “αισθητή” την παρουσία της στα χρόνια της κρίσης. Το βασικό, πάντως, πρόβλημα παραμένει η απουσία κινήτρων εκ μέρους της πολιτείας για να μένουν οι Ελληνες στην επαρχία», αναφέρει ο δάσκαλος στη «Νέα Σελίδα».
Σε δυο αγόρια και ένα κορίτσι διδάσκει η δασκάλα της Γαύδου
Ούτε λόγος για παιδικό σταθμό στο νησί. Ετσι πολύ συχνά η Εφη, ταχυδρόμος, παίρνει μαζί της τη δίχρονη κόρη της
Τον χειμώνα στη Γαύδο συνυπάρχουν σαράντα μόνιμοι κάτοικοι, ανάμεσά τους και τρεις μαθητές. Η δασκάλα του μονοθέσιου δημοτικού σχολείου, Ζαμπία Καρκάνη, περιγράφει μια εξίσου σύνθετη σχολική καθημερινότητα. «Είχα αποφασίσει ότι φέτος δεν θα τρέξω πανικόβλητη να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου και να φύγω για ένα άγνωστο μέρος, όπου θα γινόταν η πρόσληψή μου ως αναπληρώτριας δασκάλας. Δεν ήθελα να αφήσω για μια ακόμα φορά το σπίτι μου, την οικογένειά μου και τις συνήθειές μου. Γι’ αυτό και η μοναδική επιλογή μου για πρόσληψη ήταν τα Χανιά. Οι συγκυρίες μού έδωσαν την επιλογή να έρθω στο μονοθέσιο σχολείο της Γαύδου, στο οποίο φοιτούν τρία αξιολάτρευτα παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Μεγάλη πρόκληση για μένα και ανάμεικτα τα συναισθήματα. Δεδομένου ότι δεν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις, αποφάσισα να το ζήσω», αναφέρει η κυρία Καρκάνη και προσθέτει: «Με το πέρασμα του χρόνου συνειδητοποίησα πόσο πολύπλευρο και πολύπλοκο είναι το έργο μου στο σχολείο. Στο νησί λειτουργεί μόνο το δημοτικό σχολείο. Οι δραστηριότητες που μπορούν να κάνουν τα παιδιά εκτός σχολείου είναι περιορισμένες. Τα βιώματά τους έχουν να κάνουν κυρίως με την τοπική κοινωνία του νησιού. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη μιας διαφορετικής διδακτικής προσέγγισης των παιδιών αυτών, όπως και η ανάγκη εμπλουτισμού της καθημερινής μας σχολικής ζωής με πολλά ερεθίσματα και εμπειρίες».
Οι 3 μαθητές του δημοτικού σχολείου Γαύδου
H 41χρονη Έφη Λουγιάκη έχει τρία παιδιά – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Τα δύο της παιδιά πηγαίνουν γ΄ δημοτικού. Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Ηράκλειο της Αθήνας. Πριν από έντεκα χρόνια επισκέφθηκε τη Γαύδο για καλοκαιρινές διακοπές και ερωτεύτηκε, όπως μας λέει, ταυτόχρονα τον πατέρα των παιδιών της αλλά και το νησί. Ο σύζυγός της, αγρότης και κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, δεν έχει φύγει ποτέ από τη Γαύδο. «Είναι πιο αγνά και απλά το να μεγαλώνουμε τα παιδιά στη φύση», λέει στη «Νέα Σελίδα» η Εφη, που εδώ και έναν μήνα δουλεύει ως ταχυδρόμος στο νησί. Οταν εργάζεται παίρνει το μικρότερο παιδί της, που είναι μόλις 2 ετών, μαζί της στη δουλειά: «Δεδομένου ότι δεν έχουμε παιδικό σταθμό, έχουμε συνηθίσει πια να παίρνουμε τα μωρά μας στη δουλειά μας μέχρι να γίνουν πέντε χρόνων».
Η Έφη Λουγιάκη με την οικογένειά της
Οπως μας εξηγεί, αυτό που την αγχώνει περισσότερο απ’ όλα είναι το θέμα της υγείας, μια και το κοντινότερο νοσοκομείο είναι στα Χανιά κι αν τύχει κάτι σοβαρό και ο καιρός είναι απαγορευτικός -όπως συχνά συμβαίνει τον χειμώνα-, θα πρέπει όποιος αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας να μεταφερθεί στο νοσοκομείο με ελικόπτερο ή με σκάφος του Λιμενικού. Ενα ακόμα που απασχολεί όμως την Εφη είναι η έλλειψη ποιοτικών δραστηριοτήτων για τα παιδιά: «Οι γονείς είμαστε οι μοναδικοί υπεύθυνοι για τον ελεύθερο χρόνο τους. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του μπαλέτου, της μουσικής, των ξένων γλωσσών. Επίσης, στο σχολείο τα δικά μου τα παιδιά δεν κάνουν ούτε αγγλικά ούτε υπολογιστές ούτε μουσική. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να τους μάθω εγώ, να πάρω εγώ τον ρόλο της δασκάλας».
Τα Ζαγοροχώρια εκπέμπουν SOS
Χωρίς Γυμνάσιο από το 2012 ο Δήμος Ζαγορίου. Οσα παιδιά τελειώνουν το δημοτικό αναγκάζονται να συνεχίσουν το σχολείο στα Γιάννενα
Η Αγγελική Ράπτη, δασκάλα στο επάγγελμα, πρώην αντιδήμαρχος στην κοινότητα του Ζαγορίου και πρόεδρος σήμερα του Πνευματικού Κέντρου του δήμου, της κοινωφελούς επιχείρησής του και της σχολικής επιτροπής στην περιοχή, εξηγεί στη «Νέα Σελίδα» ότι υπάρχει φθίνουσα πορεία στον αριθμό τόσο των μαθητών όσο και των σχολείων στα Ζαγοροχώρια: «Το 2014 ο Δήμος Ζαγορίου είχε τέσσερα δημοτικά σχολεία και τρία νηπιαγωγεία και σήμερα τα δημοτικά σχολεία έχουν γίνει δύο κι έχει απομείνει ένα μόνο νηπιαγωγείο, ενώ το 2012 έκλεισε και το τελευταίο γυμνάσιο. Οταν τα παιδιά που πηγαίνουν τώρα δημοτικό μεγαλώσουν, αναγκαστικά θα φύγουν κι αυτά με τις οικογένειές τους από τα χωριά για να μείνουν στα Γιάννενα και να συνεχίσουν το σχολείο τους». Σύμφωνα με την κυρία Ράπτη, η τάση να εγκαταλείπουν οι άνθρωποι τα χωριά με κατεύθυνση τα Γιάννενα προς αναζήτηση εργασίας πρωτοεμφανίστηκε το 1990 και έκτοτε συνεχίζεται αδιάκοπη. «Αυτό που χρειάζεται στην πραγματικότητα για να μην ερημώσουν τα χωριά είναι κίνητρα από το κράτος για να μένει ο κόσμος εδώ. Να ενισχυθούν η κτηνοτροφία αλλά και η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών που η Ηπειρος έχει σε αφθονία», αναφέρει.
Το μονοθέσιο δημοτικό σχολείο -με μόλις 5 μαθητές απ’ όλες τις τάξεις- στο Πάπιγκο μια τυπική χειμωνιάτικη ημέρα.
Ο Αλέκος Ιωαννίδης είναι κάτοικος Παπίγκου, οδηγός τουριστικών λεωφορείων και πατέρας δύο παιδιών ηλικίας 2,5 και 9 χρόνων. «Τα Ζαγοροχώρια είναι παραμεθόριος μόνο στα χαρτιά. Προσπαθούν να έρθουν κατά καιρούς νέα παιδιά εδώ για να μείνουν, αλλά οι δουλειές είναι δυσεύρετες κι αυτό είναι απαγορευτικός παράγοντας για να στήσεις οικογένεια. Μάλιστα, αυτό που αποκαλούν “χρυσή τουριστική φλέβα” για τα Ζαγοροχώρια, τους πολυτελείς ξενώνες δηλαδή, είναι πλασματική εικόνα. Για να χτιστούν ή να αναπαλαιωθούν όλοι αυτοί οι ξενώνες χρειάστηκαν πολλά χρήματα και υπέρογκα δάνεια, που στα χρόνια της κρίσης δυσκολεύονται τρομερά να τα αποπληρώσουν οι ντόπιοι. Ο γιος μου πηγαίνει στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο του Παπίγκου. Στο σχολείο φοιτούν πέντε μαθητές και οι τέσσερις είναι αμιγώς αλβανόπαιδα», λέει ο κ. Ιωαννίδης και τονίζει: «Η συνύπαρξη είναι πολύ ομαλή και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Πρόκειται για παιδιά οι γονείς των οποίων δουλεύουν σκληρά πολλά χρόνια στην Ελλάδα για να χτίσουν τη ζωή τους. Παρ’ όλα αυτά, η παιδική χαρά στο σχολείο τους είναι πλήρως κατεστραμμένη και επικίνδυνη. Οι δάσκαλοι που κινούνται στα Ζαγοροχώρια κάνουν μεγάλα πηγαινέλα από τα Γιάννενα με δικά τους έξοδα κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες τον χειμώνα.
« Περιφέρεια & αστικά κέντρα πρέπει να μπούμε σε έναν διάλογο σε σχέση με το τι σημαίνει να συνυπάρχουμε σ’ αυτή τη χώρα »
Η συγγραφέας κι εμψυχώτρια γυναικών κ εφήβων Στέλλα Κάσδαγλη μίλησε στην «Νέα Σελίδα» για την εμπειρία της συμμετοχής της στα χειμερινά εκπαιδευτικά προγράμματα της « Άγονης Γραμμής Γόνιμης» και συγκεκριμένα σε αυτό της Ηρακλειάς.
Η Στέλλα Κάσδαγλη | φωτό: Πέλα Σκινιώτη
« Για μένα ήταν μια μοναδική ευκαιρία να ξεφύγω (ως γονιός, ως εμψυχώτρια, ως συγγραφέας, ως ακτιβίστρια) από τη μονοδιάστατη εικόνα που έχουμε, οι περισσότεροι από εμάς, ανάλογα με το μικρόκοσμό μας, για το τι σημαίνει παιδί, νέος, μαθητής στην Ελλάδα. Με βοήθησε να δω πόσο διαφορετικά διαμορφώνονται οι προσωπικότητες των παιδιών ανάλογα με τον τόπο που ζουν, τον τρόπο και το πλαίσιο μέσα στο οποίο μαθαίνουν, τα ερεθίσματα που του δίνονται, τις ανάγκες της καθημερινότητάς τους. Κι αυτή την έξοδο από το δικό μου μικρόκοσμο τη θεωρώ ακόμα, 5 χρόνια μετά, τεράστιο δώρο και τεράστια ευθύνη μαζί.
Με σημάδεψε -και με στοιχειώνει ακόμα- η σκέψη του τι σημαίνει για μία έφηβη να μεγαλώνει ως μοναδικό κορίτσι ανάμεσα σε 6-7 αγόρια της ηλικίας της. Χωρίς άλλες συνομήλικες σε ολόκληρο το νησί. Όπως επίσης και το πόσο διαφορετική είναι η κοσμοθεωρία και η καθημερινή συμπεριφορά ενός ανθρώπου που γνωρίζει ότι οι σχέσεις που δημιουργεί με τους γύρω του θα αποτελούν κάθε μέρα, αναγκαστικά, το πλαίσιο της ζωής του.
Διάλειμμα στο μονοτάξιο σχολείο της Ηρακλειάς | φωτογραφία από το αρχείο της Στέλλας Κάσδαγλη
Σε ένα νησί των 70 ή των 80 κατοίκων, δεν υπάρχει η έννοια του «τσακώνομαι και δε σε ξαναβλέπω ποτέ». Δεν υπάρχει η διάσταση του «φεύγω«. Δεν υπάρχει η επιλογή να σου συμπεριφερθώ άσχημα και να μην αντιμετωπίσω τις συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς. Οι συνέπειες θα είναι κάθε μέρα εκεί και θα βράζω μέσα τους. Το είδα αυτό, με έναν απροσδόκητο για μένα τρόπο να εκφράζεται από τα ίδια τα παιδιά, όταν συνειδητοποίησα ότι στο μάθημα της δεύτερης μέρας που ήμουν στην Ηρακλειά δε θα ερχόταν κανένα από τα 12 παιδιά, γιατί θα έβγαιναν όλα μαζί -τα εξάχρονα και τα δεκαεφτάχρονα- για να γιορτάσουν τα γενέθλια του ενός από αυτά. Δεν είχε καμία σημασία για τη μακροπρόθεσμη δική τους ισορροπία το ότι θα έκαναν το τάχαμου σπουδαίο ερέθισμα που είχα έρθει εγώ να τους προσφέρω. Σιγά. Το ουσιαστικά σημαντικό γι’ αυτά τα παιδιά -δικαίως- ήταν, είναι και θα είναι οι μεταξύ τους σχέσεις, η αλληλοϋποστήριξη, η αρμονική τους (αν και σίγουρα όχι πάντα εύκολη) συνύπαρξη. Η διατήρηση της κοινότητάς τους.
Στην ερώτηση, του τι είναι αυτό που χρειάζονται άμεσα αυτές οι κοινότητες των ανθρώπων στην μακρινή περιφέρεια, λέμε π.χ. ότι χρειάζονται ερεθίσματα, γνώσεις, παραστάσεις. Δεν το αμφισβητώ. Ωστόσο με ποιον τρόπο; Με το μόνο τρόπο που γνωρίζουμε εμείς, που η καθημερινότητά μας διαφέρει όπως η μέρα με τη νύχτα από τη δική τους; Ίσως, το μόνο που θα μπορούσα να πω με κάποια σιγουριά, να χρειάζονται κι εκείνοι όσο κι εμείς να νιώσουμε τα κοινά στοιχεία και τις διαφορές της καθημερινής μας εμπειρίας. Να γνωρίσουν εκείνοι πράγματα από τη ζωή στα αστικά κέντρα, αλλά να γνωρίσουμε κι εμείς ουσιαστικά τη δική τους ζωή και να μπούμε σε έναν διάλογο σε σχέση με το τι σημαίνει να συνυπάρχουμε σ’ αυτή τη χώρα, τι έχουμε να δώσουμε ο ένας στον άλλον και πώς θα το πετύχουμε αυτό.
Ηρακλειά το χειμώνα | φωτογραφία από το αρχείο της Στέλλας Κάσδαγλη
Πάντως, για μένα το πιο συγκινητικό ήταν η γνωριμία μου με τη Μαρία, μία ελληνοτανζανή που ερωτεύτηκε έναν ναυπηγό/ψαρά/μελισσοκόμο από την Ηρακλειά, τον παντρεύτηκε και ζει εδώ και πάνω από 20 χρόνια μαζί του και με τα 3 αγόρια τους εκεί. Και η γνωριμία με τη συννυφάδα της Μαρίας, που είχε ζήσει χρόνια ως καλλιτέχνης στο Βερολίνο, και όμως παντρεύτηκε κι εκείνη και μετακόμισε στην Ηρακλειά. Κι όταν με πήγε βόλτα στα μονοπάτια της χώρας και βρεθήκαμε ανάμεσα στις κορυφές όπου φωλιάζουν τα όρνια του νησιού, και ακούγαμε τις φωνές τους, μου είπε «σ’ αυτό το σημείο πήρα την απόφαση να έρθω εδώ». Για μένα οι ιστορίες αυτές είναι πια ένα μόνιμα ανοιχτό παράθυρο μέσα μου που με βοηθάει να βλέπω πιο καθαρά πόσο διαφορετικά και ποικιλόμορφα είναι τα πράγματα που έχουν αξία στη ζωή του καθενός μας και πόσο τείνουμε να το ξεχνάμε αυτό με την αυτοματοποιημένη σκέψη μας.»
*Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 78 της εφημερίδας ‘Νέα Σελίδα’ την Κυριακή 02/12/2018
Την ίδια ώρα που τα προαύλια των εκπαιδευτικών συγκροτημάτων στα αστικά κέντρα γεμίζουν από εκατοντάδες μαθητές, στις αίθουσες διδασκαλίας των ακριτικών περιοχών της ελληνικής επικράτειας οι δάσκαλοι προσπαθούν να μεταφέρουν τις γνώσεις τους σε παιδιά που δεν ξεπερνούν σε αριθμό τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Της Δήμητρας Τριανταφύλλου
dtriantafillou@neaselida.news
Μαθητές, εκπαιδευτικοί και γονείς από τη Χάλκη, τη Γαύδο και τα Ζαγοροχώρια μιλούν στη «Νέα Σελίδα» για τις αγωνίες τους, τις δυσκολίες που συχνά καλούνται να αντιμετωπίσουν αλλά και τις ενέργειες που έχουν γίνει είτε από τους ίδιους είτε από την πολιτεία για να μην υπάρξουν ελλείψεις τόσο σε μαθησιακό περιεχόμενο όσο και σε εξωσχολικές δραστηριότητες. Μέσω Skype συνομιλήσαμε με δύο χαμογελαστά κορίτσια και τον δάσκαλό τους από τη Χάλκη. Η 13χρονη Τσαμπίκα Αργυρίου και η 16χρονη Παναγιώτα Σφυρίου είναι μαθήτριες στο γυμνάσιο και το λύκειο του νησιού, όπου φοιτούν 16 μαθητές.

Πρώτη πήρε τον λόγο η Τσαμπίκα: «Μέχρι τη γ΄ δημοτικού είχα έναν συμμαθητή. Από τη δ΄ δημοτικού και έκτοτε είμαι μόνη μου στην τάξη. Είναι σαν να κάνω ιδιαίτερα». Ωστόσο, η 13χρονη νιώθει μοναξιά, αφού δεν έχει κάποιον συνομήλικό της για να μοιραστεί τις σχολικές της ανησυχίες. «Θέλω να γίνω σεφ, το ίδιο που σπούδασε και η μαμά μου. Κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν δουλεύει στην Κρήτη και τη Ρόδο. Ο μπαμπάς μου είναι οδηγός απορριμματοφόρου στον δήμο. Πάντως, δεν θέλω να σπουδάσω στην Αθήνα. Είναι πολύ μακριά από τον τόπο μου και την οικογένειά μου. Εδώ η ζωή μας είναι ήρεμη. Μπορεί να μας λείπουν τα καταστήματα με ρούχα και παπούτσια, αλλά, από την άλλη, θα χαλούσε η Χάλκη μας, θα χανόταν η ομορφιά της αν είχαμε πολλά τέτοια», λέει στη «Νέα Σελίδα» η μαθήτρια του γυμνασίου. Παράλληλα, η Τσαμπίκα τονίζει πόσο ευεργετικό είναι για εκείνη και τους υπόλοιπους μαθητές του σχολείου της οι εξωσχολικές δραστηριότητες που διοργανώνουν οι δάσκαλοί τους: «Κάθε Σάββατο βράδυ έχουμε τη σινεφίλ βραδιά, στην οποία συμμετέχουν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του νησιού. Τις Πέμπτες κάνουμε ζούμπα και κάθε Παρασκευή πινγκ πονγκ».

Στη συνέχεια τη σκυτάλη παίρνει η 16χρονη Παναγιώτα. «Η μαμά μου είναι καθαρίστρια στο σχολείο και ο μπαμπάς μου ναυτικός στο καΐκι που κάνει το δρομολόγιο Ρόδος – Χάλκη. Εχω άλλα τρία αδέλφια: μια αδελφή 18 χρόνων, που είναι μαθήτρια της γ΄ λυκείου, άλλη μια αδελφή 23 ετών και έναν αδελφό 24 χρόνων. Ο αδελφός μου δουλεύει ως σερβιτόρος καθ’ όλη τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν εδώ στο νησί και η αδελφή μου κάνει μαθήματα ECDL μέσω Skype – θέλει να δουλέψει στον Δήμο Χάλκης», λέει στη «Νέα Σελίδα» η Παναγιώτα Σφυρίου και συμπληρώνει: «Από φέτος είμαι μόνη μου στην τάξη. Αν μου λείπει κάτι περισσότερο από καθετί άλλο εδώ στο νησί, αυτό είναι η διασκέδαση. Οταν δεν έχουμε τις δραστηριότητες, κλεινόμαστε στο σπίτι. Θα ήθελα να γίνω νηπιαγωγός και να σπουδάσω στην Αθήνα για να δω πώς είναι η ζωή εκεί».
Μετά τις διηγήσεις των δύο κοριτσιών, σειρά παίρνει ο δάσκαλος Βαγγέλης Ηλιάδης: «Μέχρι το 2009 βρισκόμουν στην Αθήνα, αλλά επειδή η καταγωγή μου είναι από εδώ, ονειρευόμουν να έρθω στο νησί και να βοηθήσω να γίνει το σχολείο ένας μικρός πολιτιστικός πυρήνας». Ο κ. Ηλιάδης πιστεύει ότι η εκπαιδευτική διαδικασία είναι πιο αποδοτική στη Χάλκη. «Σε κάθε τάξη έχω από ένα έως τέσσερα παιδιά, εκ των πραγμάτων, λοιπόν, γνωρίζω τις ανάγκες και τα προβλήματα κάθε παιδιού ξεχωριστά, πράγμα που είναι αδύνατο να συμβεί σε μια τάξη με 27 μαθητές. Επίσης, τα προβλήματα μέσα στη σχολική κοινότητα λύνονται πολύ γρήγορα, γιατί εδώ όλα φαίνονται περισσότερο – και τα καλά και τα κακά», επισημαίνει.
Το καλό, πάντως, σύμφωνα με τον κ. Ηλιάδη, είναι ότι αυξάνονται διαρκώς οι δράσεις που απευθύνονται στους μαθητές της παραμεθορίου που προσφέρονται είτε μέσα από ευρωπαϊκά προγράμματα είτε μέσα από εκπαιδευτικά προγράμματα όπως το «Αγονη Γραμμή Γόνιμη» , που εδώ και έντεκα χρόνια ταξιδεύει αδιάκοπα μες στην καρδιά του χειμώνα στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας. «Εκτός από την “Αγονη Γραμμή Γόνιμη”, που ερχόταν εδώ επί έξι συνεχόμενα χρόνια, και το Ιδρυμα Νιάρχος μας έχει ενισχύσει με εκπαιδευτικό προσωπικό για να κάνουν τα παιδιά στον ελεύθερο χρόνο τους αθλητικές δραστηριότητες, ενώ έχουμε φτιάξει και βιβλιοθήκη μέσα στο σχολείο με 3.500 τίτλους που δόθηκαν μέσα από χορηγίες», λέει. Οσο για τον μαθητικό πληθυσμό, οι μισοί μαθητές είναι αλβανικής καταγωγής, στο δε δημοτικό σχολείο είναι η πλειοψηφία. Πρόκειται για παιδιά που γεννήθηκαν στην Ελλάδα. «Στη Χάλκη δεν υπάρχει εθνικιστική αντιπαλότητα, όπως σε άλλα μέρη, που ακούμε ότι έκανε “αισθητή” την παρουσία της στα χρόνια της κρίσης. Το βασικό, πάντως, πρόβλημα παραμένει η απουσία κινήτρων εκ μέρους της πολιτείας για να μένουν οι Ελληνες στην επαρχία», αναφέρει ο δάσκαλος στη «Νέα Σελίδα».
Σε δυο αγόρια και ένα κορίτσι διδάσκει η δασκάλα της Γαύδου
Ούτε λόγος για παιδικό σταθμό στο νησί. Ετσι πολύ συχνά η Εφη, ταχυδρόμος, παίρνει μαζί της τη δίχρονη κόρη της
Τον χειμώνα στη Γαύδο συνυπάρχουν σαράντα μόνιμοι κάτοικοι, ανάμεσά τους και τρεις μαθητές. Η δασκάλα του μονοθέσιου δημοτικού σχολείου, Ζαμπία Καρκάνη, περιγράφει μια εξίσου σύνθετη σχολική καθημερινότητα. «Είχα αποφασίσει ότι φέτος δεν θα τρέξω πανικόβλητη να ετοιμάσω τη βαλίτσα μου και να φύγω για ένα άγνωστο μέρος, όπου θα γινόταν η πρόσληψή μου ως αναπληρώτριας δασκάλας. Δεν ήθελα να αφήσω για μια ακόμα φορά το σπίτι μου, την οικογένειά μου και τις συνήθειές μου. Γι’ αυτό και η μοναδική επιλογή μου για πρόσληψη ήταν τα Χανιά. Οι συγκυρίες μού έδωσαν την επιλογή να έρθω στο μονοθέσιο σχολείο της Γαύδου, στο οποίο φοιτούν τρία αξιολάτρευτα παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Μεγάλη πρόκληση για μένα και ανάμεικτα τα συναισθήματα. Δεδομένου ότι δεν είχα οικογενειακές υποχρεώσεις, αποφάσισα να το ζήσω», αναφέρει η κυρία Καρκάνη και προσθέτει: «Με το πέρασμα του χρόνου συνειδητοποίησα πόσο πολύπλευρο και πολύπλοκο είναι το έργο μου στο σχολείο. Στο νησί λειτουργεί μόνο το δημοτικό σχολείο. Οι δραστηριότητες που μπορούν να κάνουν τα παιδιά εκτός σχολείου είναι περιορισμένες. Τα βιώματά τους έχουν να κάνουν κυρίως με την τοπική κοινωνία του νησιού. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη μιας διαφορετικής διδακτικής προσέγγισης των παιδιών αυτών, όπως και η ανάγκη εμπλουτισμού της καθημερινής μας σχολικής ζωής με πολλά ερεθίσματα και εμπειρίες».

H 41χρονη Έφη Λουγιάκη έχει τρία παιδιά – δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Τα δύο της παιδιά πηγαίνουν γ΄ δημοτικού. Η ίδια γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νέο Ηράκλειο της Αθήνας. Πριν από έντεκα χρόνια επισκέφθηκε τη Γαύδο για καλοκαιρινές διακοπές και ερωτεύτηκε, όπως μας λέει, ταυτόχρονα τον πατέρα των παιδιών της αλλά και το νησί. Ο σύζυγός της, αγρότης και κτηνοτρόφος στο επάγγελμα, δεν έχει φύγει ποτέ από τη Γαύδο. «Είναι πιο αγνά και απλά το να μεγαλώνουμε τα παιδιά στη φύση», λέει στη «Νέα Σελίδα» η Εφη, που εδώ και έναν μήνα δουλεύει ως ταχυδρόμος στο νησί. Οταν εργάζεται παίρνει το μικρότερο παιδί της, που είναι μόλις 2 ετών, μαζί της στη δουλειά: «Δεδομένου ότι δεν έχουμε παιδικό σταθμό, έχουμε συνηθίσει πια να παίρνουμε τα μωρά μας στη δουλειά μας μέχρι να γίνουν πέντε χρόνων».

Οπως μας εξηγεί, αυτό που την αγχώνει περισσότερο απ’ όλα είναι το θέμα της υγείας, μια και το κοντινότερο νοσοκομείο είναι στα Χανιά κι αν τύχει κάτι σοβαρό και ο καιρός είναι απαγορευτικός -όπως συχνά συμβαίνει τον χειμώνα-, θα πρέπει όποιος αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας να μεταφερθεί στο νοσοκομείο με ελικόπτερο ή με σκάφος του Λιμενικού. Ενα ακόμα που απασχολεί όμως την Εφη είναι η έλλειψη ποιοτικών δραστηριοτήτων για τα παιδιά: «Οι γονείς είμαστε οι μοναδικοί υπεύθυνοι για τον ελεύθερο χρόνο τους. Δεν έχουμε την πολυτέλεια του μπαλέτου, της μουσικής, των ξένων γλωσσών. Επίσης, στο σχολείο τα δικά μου τα παιδιά δεν κάνουν ούτε αγγλικά ούτε υπολογιστές ούτε μουσική. Αυτά είναι πράγματα που πρέπει να τους μάθω εγώ, να πάρω εγώ τον ρόλο της δασκάλας».
Τα Ζαγοροχώρια εκπέμπουν SOS
Χωρίς Γυμνάσιο από το 2012 ο Δήμος Ζαγορίου. Οσα παιδιά τελειώνουν το δημοτικό αναγκάζονται να συνεχίσουν το σχολείο στα Γιάννενα
Η Αγγελική Ράπτη, δασκάλα στο επάγγελμα, πρώην αντιδήμαρχος στην κοινότητα του Ζαγορίου και πρόεδρος σήμερα του Πνευματικού Κέντρου του δήμου, της κοινωφελούς επιχείρησής του και της σχολικής επιτροπής στην περιοχή, εξηγεί στη «Νέα Σελίδα» ότι υπάρχει φθίνουσα πορεία στον αριθμό τόσο των μαθητών όσο και των σχολείων στα Ζαγοροχώρια: «Το 2014 ο Δήμος Ζαγορίου είχε τέσσερα δημοτικά σχολεία και τρία νηπιαγωγεία και σήμερα τα δημοτικά σχολεία έχουν γίνει δύο κι έχει απομείνει ένα μόνο νηπιαγωγείο, ενώ το 2012 έκλεισε και το τελευταίο γυμνάσιο. Οταν τα παιδιά που πηγαίνουν τώρα δημοτικό μεγαλώσουν, αναγκαστικά θα φύγουν κι αυτά με τις οικογένειές τους από τα χωριά για να μείνουν στα Γιάννενα και να συνεχίσουν το σχολείο τους». Σύμφωνα με την κυρία Ράπτη, η τάση να εγκαταλείπουν οι άνθρωποι τα χωριά με κατεύθυνση τα Γιάννενα προς αναζήτηση εργασίας πρωτοεμφανίστηκε το 1990 και έκτοτε συνεχίζεται αδιάκοπη. «Αυτό που χρειάζεται στην πραγματικότητα για να μην ερημώσουν τα χωριά είναι κίνητρα από το κράτος για να μένει ο κόσμος εδώ. Να ενισχυθούν η κτηνοτροφία αλλά και η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών που η Ηπειρος έχει σε αφθονία», αναφέρει.

Ο Αλέκος Ιωαννίδης είναι κάτοικος Παπίγκου, οδηγός τουριστικών λεωφορείων και πατέρας δύο παιδιών ηλικίας 2,5 και 9 χρόνων. «Τα Ζαγοροχώρια είναι παραμεθόριος μόνο στα χαρτιά. Προσπαθούν να έρθουν κατά καιρούς νέα παιδιά εδώ για να μείνουν, αλλά οι δουλειές είναι δυσεύρετες κι αυτό είναι απαγορευτικός παράγοντας για να στήσεις οικογένεια. Μάλιστα, αυτό που αποκαλούν “χρυσή τουριστική φλέβα” για τα Ζαγοροχώρια, τους πολυτελείς ξενώνες δηλαδή, είναι πλασματική εικόνα. Για να χτιστούν ή να αναπαλαιωθούν όλοι αυτοί οι ξενώνες χρειάστηκαν πολλά χρήματα και υπέρογκα δάνεια, που στα χρόνια της κρίσης δυσκολεύονται τρομερά να τα αποπληρώσουν οι ντόπιοι. Ο γιος μου πηγαίνει στο μονοθέσιο δημοτικό σχολείο του Παπίγκου. Στο σχολείο φοιτούν πέντε μαθητές και οι τέσσερις είναι αμιγώς αλβανόπαιδα», λέει ο κ. Ιωαννίδης και τονίζει: «Η συνύπαρξη είναι πολύ ομαλή και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό. Πρόκειται για παιδιά οι γονείς των οποίων δουλεύουν σκληρά πολλά χρόνια στην Ελλάδα για να χτίσουν τη ζωή τους. Παρ’ όλα αυτά, η παιδική χαρά στο σχολείο τους είναι πλήρως κατεστραμμένη και επικίνδυνη. Οι δάσκαλοι που κινούνται στα Ζαγοροχώρια κάνουν μεγάλα πηγαινέλα από τα Γιάννενα με δικά τους έξοδα κάτω από δύσκολες καιρικές συνθήκες τον χειμώνα.
« Περιφέρεια & αστικά κέντρα πρέπει να μπούμε σε έναν διάλογο σε σχέση με το τι σημαίνει να συνυπάρχουμε σ’ αυτή τη χώρα »
Η συγγραφέας κι εμψυχώτρια γυναικών κ εφήβων Στέλλα Κάσδαγλη μίλησε στην «Νέα Σελίδα» για την εμπειρία της συμμετοχής της στα χειμερινά εκπαιδευτικά προγράμματα της « Άγονης Γραμμής Γόνιμης» και συγκεκριμένα σε αυτό της Ηρακλειάς.

« Για μένα ήταν μια μοναδική ευκαιρία να ξεφύγω (ως γονιός, ως εμψυχώτρια, ως συγγραφέας, ως ακτιβίστρια) από τη μονοδιάστατη εικόνα που έχουμε, οι περισσότεροι από εμάς, ανάλογα με το μικρόκοσμό μας, για το τι σημαίνει παιδί, νέος, μαθητής στην Ελλάδα. Με βοήθησε να δω πόσο διαφορετικά διαμορφώνονται οι προσωπικότητες των παιδιών ανάλογα με τον τόπο που ζουν, τον τρόπο και το πλαίσιο μέσα στο οποίο μαθαίνουν, τα ερεθίσματα που του δίνονται, τις ανάγκες της καθημερινότητάς τους. Κι αυτή την έξοδο από το δικό μου μικρόκοσμο τη θεωρώ ακόμα, 5 χρόνια μετά, τεράστιο δώρο και τεράστια ευθύνη μαζί.
Με σημάδεψε -και με στοιχειώνει ακόμα- η σκέψη του τι σημαίνει για μία έφηβη να μεγαλώνει ως μοναδικό κορίτσι ανάμεσα σε 6-7 αγόρια της ηλικίας της. Χωρίς άλλες συνομήλικες σε ολόκληρο το νησί. Όπως επίσης και το πόσο διαφορετική είναι η κοσμοθεωρία και η καθημερινή συμπεριφορά ενός ανθρώπου που γνωρίζει ότι οι σχέσεις που δημιουργεί με τους γύρω του θα αποτελούν κάθε μέρα, αναγκαστικά, το πλαίσιο της ζωής του.

Σε ένα νησί των 70 ή των 80 κατοίκων, δεν υπάρχει η έννοια του «τσακώνομαι και δε σε ξαναβλέπω ποτέ». Δεν υπάρχει η διάσταση του «φεύγω«. Δεν υπάρχει η επιλογή να σου συμπεριφερθώ άσχημα και να μην αντιμετωπίσω τις συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς. Οι συνέπειες θα είναι κάθε μέρα εκεί και θα βράζω μέσα τους. Το είδα αυτό, με έναν απροσδόκητο για μένα τρόπο να εκφράζεται από τα ίδια τα παιδιά, όταν συνειδητοποίησα ότι στο μάθημα της δεύτερης μέρας που ήμουν στην Ηρακλειά δε θα ερχόταν κανένα από τα 12 παιδιά, γιατί θα έβγαιναν όλα μαζί -τα εξάχρονα και τα δεκαεφτάχρονα- για να γιορτάσουν τα γενέθλια του ενός από αυτά. Δεν είχε καμία σημασία για τη μακροπρόθεσμη δική τους ισορροπία το ότι θα έκαναν το τάχαμου σπουδαίο ερέθισμα που είχα έρθει εγώ να τους προσφέρω. Σιγά. Το ουσιαστικά σημαντικό γι’ αυτά τα παιδιά -δικαίως- ήταν, είναι και θα είναι οι μεταξύ τους σχέσεις, η αλληλοϋποστήριξη, η αρμονική τους (αν και σίγουρα όχι πάντα εύκολη) συνύπαρξη. Η διατήρηση της κοινότητάς τους.
Στην ερώτηση, του τι είναι αυτό που χρειάζονται άμεσα αυτές οι κοινότητες των ανθρώπων στην μακρινή περιφέρεια, λέμε π.χ. ότι χρειάζονται ερεθίσματα, γνώσεις, παραστάσεις. Δεν το αμφισβητώ. Ωστόσο με ποιον τρόπο; Με το μόνο τρόπο που γνωρίζουμε εμείς, που η καθημερινότητά μας διαφέρει όπως η μέρα με τη νύχτα από τη δική τους; Ίσως, το μόνο που θα μπορούσα να πω με κάποια σιγουριά, να χρειάζονται κι εκείνοι όσο κι εμείς να νιώσουμε τα κοινά στοιχεία και τις διαφορές της καθημερινής μας εμπειρίας. Να γνωρίσουν εκείνοι πράγματα από τη ζωή στα αστικά κέντρα, αλλά να γνωρίσουμε κι εμείς ουσιαστικά τη δική τους ζωή και να μπούμε σε έναν διάλογο σε σχέση με το τι σημαίνει να συνυπάρχουμε σ’ αυτή τη χώρα, τι έχουμε να δώσουμε ο ένας στον άλλον και πώς θα το πετύχουμε αυτό.

Πάντως, για μένα το πιο συγκινητικό ήταν η γνωριμία μου με τη Μαρία, μία ελληνοτανζανή που ερωτεύτηκε έναν ναυπηγό/ψαρά/μελισσοκόμο από την Ηρακλειά, τον παντρεύτηκε και ζει εδώ και πάνω από 20 χρόνια μαζί του και με τα 3 αγόρια τους εκεί. Και η γνωριμία με τη συννυφάδα της Μαρίας, που είχε ζήσει χρόνια ως καλλιτέχνης στο Βερολίνο, και όμως παντρεύτηκε κι εκείνη και μετακόμισε στην Ηρακλειά. Κι όταν με πήγε βόλτα στα μονοπάτια της χώρας και βρεθήκαμε ανάμεσα στις κορυφές όπου φωλιάζουν τα όρνια του νησιού, και ακούγαμε τις φωνές τους, μου είπε «σ’ αυτό το σημείο πήρα την απόφαση να έρθω εδώ». Για μένα οι ιστορίες αυτές είναι πια ένα μόνιμα ανοιχτό παράθυρο μέσα μου που με βοηθάει να βλέπω πιο καθαρά πόσο διαφορετικά και ποικιλόμορφα είναι τα πράγματα που έχουν αξία στη ζωή του καθενός μας και πόσο τείνουμε να το ξεχνάμε αυτό με την αυτοματοποιημένη σκέψη μας.»
*Δημοσιεύτηκε στο φύλλο 78 της εφημερίδας ‘Νέα Σελίδα’ την Κυριακή 02/12/2018
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Οι απόψεις των διαχειριστών μπορεί να μην συμπίπτουν με τα άρθρα.
Ο καθένας έχει δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές.
Κακόβουλα σχόλια αφαιρούνται όπου εντοπίζονται.
Η ευθύνη των σχολίων βαρύνει νομικά τους σχολιαστές.
Η ταυτότητα των σχολιαστών είναι γνωστή μόνο στην Google.
Όποιος θίγεται μπορεί να επικοινωνεί στο email μας.
Ενδιαφέροντα σχόλια σε όλα τα μέσα μας μπορεί να γίνουν αναρτήσεις.
Περισσότερα στους όρους χρήσης.