Η διάλεκτος των νησιών του Νοτίου Αιγαίου, έχει το προνόμιο να παρουσιάζει γραπτή λογοτεχνική παράδοση από τα χρόνια του Μεσαίωνα, με ρίζες από τους αρχαίους ελληνικούς χρόνους για να φτάσει στο αποκορύφωμα της εκφραστικής της πληρότητας τον 17ο αιώνα. Η γλώσσα των σημερινών Δωδεκανησίων, παρά τις αναπόφευκτες ισοπεδωτικές τάσεις που οδηγούν στη ραγδαία υποχώρηση των τοπικών ιδιωμάτων και διαλεκτικών ποικιλιών, διατηρεί μεγάλο μέρος από τη φυσιογνωμία τους. Το πλούσιο υλικό του παρόντος λεξικού αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών, όχι μόνο για τον ερευνητή αλλά και για κάθε Έλληνα. Διαβάζοντάς το, διαπιστώνει κανείς ότι περνά από μπροστά του ένας υπέροχος κόσμος που καλύπτει όλες τις πτυχές του υλικού, πνευματικού και κοινωνικού βίου των νησιών. Στον σύγχρονο κόσμο μας, πολλές λέξεις εξαφανίστηκαν ή τείνουν να εξαφανιστούν από τη σημερινή γλωσσική συμπεριφορά. Γι’ αυτό και το παρόν λεξικό αποκτά κάποια ιδιαίτερη σημασία, ενώ συγχρόνως αναδύει ιστορικές μνήμες.
Α
αδράχτι, το και αργάχτι (Ιαλυσός Ρόδου), αργάρτιν (Νίσυρος), αγδράχτι, αγδάρτι (Αστυπάλαια),αδράχτι, αρτάχτι (Κως), αδράχτι (Κάλυμνος). Ξύλινο όργανο για το γνέσιμο του μαλλιού. Από μτγν. Άτρακτος, η > υποκορ. ατράκτιον > μσν. αδράκτι. < αρχ. άτρακτος. Το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο που τυλίγεται το νήμα, κατά το γνέσιμο του μαλλιού. Μσν. αδράχτι <αδράκτι. Με τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι γίνεται το νέσιμο. Στη ναυτική ο κορμός της άγκυρας.
αλεκάτη, η και αλακάτη (Ρόδος), αληκάτη (Κως), αλακάτη Σύμη), αλακατέα, αλακατά (Κάρπαθος). Η ρόκα, όργανο κατεργασία μαλλιού.
αλλαζάς, ο και αλαζάς (Κως), ελαφρό πολύχρωμο βαμβακερό φθηνό ύφασμα.
αλεφαντού, η υφάντρα. Λαφανταριά (Ρόδος), αλυφαντού (Νικιά Νισύρου), ανυφαντού (Κως), αναφανταεγιά (Σύμη), ανεφαντού (Κάλυμνος).
αλλάγια, η αλλαξιά ρούχων. Αλλάγια (Κως), αλλαξιά (Καστελλόριοζο). Κάθε καινούργια ενδυμασία, το σύνολο των προικιών της νύφης, η ενδυμασία του γαμπρού. Αλλαξιά η πλήρης ενδυμασία (Κάρπαθος). Η λ. από το βυζαντινό αλλάγιον < λατ. allagium, υποκοριστικό της αλλαγής ρούχων.
αλιμπουταριά, εκεί που κρέμονται τα καρούλια.
αναμουσία, (Ρόδος), αμουσία, αμουσιά (Κως), αμουσία (Χάλκη και Σύμη), αμουσία (Νίσυρος). Μεταξωτό παραπέτασμα που καλύπτει το νυφικό κρεβάτι. Από το αραβ. namus=κουνούπι, η κουνουπιέρα.
αλατζάδες, οι = βαμβακερό δίχρωμο ή πολύχρωμο ύφασμα, χαμηλής
ποιότητας. Ετυμολ. < τουρκ. alaca. Νεοελλ. αλατζαδένιο.
άμματα, τα = κλωστές, νήματα.
ανταμωτά , τα = όταν οι ρίγες του στημονιού ανταμώνονται με τις ρίγες
του υφαδιού. Λέγονται και νταβανωτά.
αράδες, οι = οι οριζόντιες χρωματιστές ρίγες που σχηματίζει το υφάδι.
αμπάς, ο (Κως και Καστελλόριζο), χοντρό μάλλινο ύφασμα, το σακάκι. Από το τουρκ. kabas, αμπάδικο (Νάξος).
ανέμη, η (Ρόδος, Νίσυρος, Κως, Χάλκη, Κάλυμνος). όργανο υφαντικής στο οποίο τοποθετούνται οι κούκλες του νήματος, για να τυλιχτούν στα καλάμια ή στα μασούρια ή το ξύλινο όργανο που χρησιμοποιούν οι υφάντρες για να κάμνουν κουβάργια το νήμα.
αντί, το (Ρόδος, Κάλυμνος, Νίσυρος), αdi (Κως). Ξύλινος άξονας του αργαλειού πάνω στο οποίο τυλίγεται το υφασμένο πανί και βρίσκεται απέναντι από την υφάντρα. Από την αρχαία λ. αντίον.
Β
βατάνι, το γατάνι, γαϊτάνι, βατάνι (Νίσυρος), το μεταξωτό κορδόνι. Χορός του γάμου με αργά βήματα (Ρόδος).
βελέτζα, η (Ρόδος), βελέντζα (Κάρπαθος), βελέτζα (Κάλυμνος), βελέζζα (Νίσυρος). Μάλλινο κλινοσκέπασμα, είδος κουβέρτας. Πβ. βελές, ο η στρώση. Η μονή. βελέντζα, η υφαντό, φτιαγμένο με χοντρό υφάδι, γινόταν στον αργαλειό από μαλλί προβάτων. Χρησιμοποιούνταν και ως σκέπασμα. Σε χωριά της Θράκης βελέντζα ονομάζουν την ασθένεια της γρίπης.
βελέντζα με κρόσια : Υφαντό, φτιαγμένο με χονδρό υφάδι γινόταν στον αργαλειό από μαλλί προβάτων , χτυπημένες στην ντρίστα για να γίνουν πυκνές . Χρησιμοποιούνταν ως σκεπάσματα.
βέστα γιλέκο από ύφασμα χονδρό μάλλινο χωρίς μανίκια. Φοριούνταν πάνω από το πουκάμισο, κούμπωνε στα πλάγια και είχε δυο μεγάλες τσέπες μπροστά.
βούα, η και λάκκος αποθήκευση σιταριού (Ρόδος), αργαλειός Κάρπαθος, Καστελλόριζο), βούα και λάκκωμα (Κάλυμνος), βούα (Νίσυρος). Από το αρχ. ουσιαστ. γύα, η = γη, η. Βούα, βούβα, γούα, αργαλειός. Και βούγια, η ούγια, η, άκρη του υφάσματος (Νίσυρος).
βουργί, το (Ρόδος), βούργια (Νίσυρος), βούρζα (Αστυπάλαια), γούργια (Σύμη), βο΄ρκα (Χάλκη). Το σακκίδιο του τσοπάνι.
βράκα, η
βρακουζώνη, η (Ρόδος, Καστελλόριζο), νρακοζζώνη (Νίσυρος), ζώνη που σφίγγει τη ζώνη.
βρακί, το άσπρο ίδιο σχέδιο με το μπενεβρέκι, μακρύ έδενε πάνω από τον αστράγαλο.
βρανιά, η χοντρός μάλλινος τάπητας.
Γ
γελέκο, το (Ρόδος, Καστελλόριζο).Είδος ανδρικού εσωτερικού ρούχου χωρίς μανίκια(γελέκο).
γεράνιο, το = λένε το βαμβακερό ύφασμα με ρίγες οριζόντιες άσπρες και
γεράνιες (σκούρες γαλάζιες).
γη, η = το φόρνο στα πλουμιστά υφαντά.
γιολίδικα, τα = όταν οι ρίγες είναι στο στημόνι (ούγιες).
γλυώ, = τυλίγω τη κλωστή από το αδράχτι στο γλυτήρι.
γνέθω, = αόρ. έγνεσαι. Μετατρέπω σε νήμα το μαλλί ή το βαμβάκι με απλό χειροκίνητο εργαλείο. Αρχ. νέω + νήθω.
γνέσιμο, το = το στρίψιμο του μαλλιού με τα χέρια από τη γυναίκα για να γίνει το μαλλί γνωστή.
γριζόχτενα, η = είδος είδος χτενιού σε διαφορετικά είδη πανιού. . Επίσης κλιμόχτενα, πανόχτενα.
Δ
διάσιμο, το = εργασία με την οποία το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. Η τακτοποίηση του στημονιού για να μπει στον αργαλειό.
δίμητο, το = κάθε πανί που γίνεται με τέσσερα μιτάρια, τέσσερεις
πατήτρες και δυο κλωστές στη κάθε θύρα.
διπλό πανί, το = αυτό που γίνεται με τέσσερα μιτάρια, δυο πατήτρες και
δυο κλωστές.
δοξάρι, το = τόξο με χορδή μήκους 1 μ. περίπου, που χρησιμοποιείται για το κόψιμο του βαμβακιού.
δράμι, το = μονάδα μέτρησης βάρους, μέχρι το 1959.
Ε
εξηντάρι, το = ονομασία του χτενιού. Έχει ακόμα και άλλες ονομασίες όπως δεκαεξάρι, δωδεκάρι, σραντάρι κλπ.
Ζ
ζαλίζω, = περιπλέκω τα νήματα.
ζύγια: Διάφορα μέτρα βάρους
ζουνάρι: Πλατιά από ύφασμα που μπαίνει στη μέση συνήθως χρώματος βυσινί ή καφέ (Ζωνάρι, ζωστάρι, ζωστήρι).
Ι
Ιβγένας, της = το μαντίλι που ήρθε από την Βιέννη.
Κ
καθιστός, ο (βλ. λ. καθούμενος). Λέγεται και στρωτός. Υφίνω / κάθομαι στον αργαλειό.
καθούμενος, ο = ο αργαλειός του χωριάτικου σπιτιού με περιορισμένο πλάτος.
καλάμιασμα, το = εργασία στον αργαλειό.(ή μασούρισμα): το περιτύλιγμα της κλωστής σε ξυλάκια ή καλαμάκια για να γίνουν μασούρια ή κουβάρια, με τη βοήθεια της ανέμης και της σβίγας.
καλάμισμα, το = το περιτύλιγμα της κλωστής σε ξυλάκια ή καλαμάκια για να γίνουν μασούρια ή κουβάρια με τη βοήθεια της ανέμης και της σβίγκας.
καλή, η = όταν σχηματίζονται λοξές γραμμές από τη μια όψη του
πανιού.
καλοπάνι, το = (βλ. λ. διπλό πανί).
καμουχάς, ο = (βλ. λ. Καμποχάς).
κάμπος (βλ. λ. γης).
καμποχάς , ο = βαρύτιμο μεταξωτό με πολύ δύσκολη ύφανση, από την
κινέζικη Kimcha.
κάπα, η χοντρό πανωφόρι χωρικών από τρίχες γίδας με κάλυμμα κεφαλής.
καπνόπανια, τα = είδος βαμβακερού υφάσματος.
καραμελωτές, οι = κουβέρτες από την Κρήτη.
καρβέλλι, το = ο νωμίτης του φουστανιού των γυναικών.
κασέλα, η Ξύλινο μπαούλο συνήθως σκαλιστό που φυλασσόταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
καφασούδια, τα = στην περίπτωση που τα υφαντά έχουν τετράγωνα
σχέδια είναι μικρότερα.
κενάρια, τα = όταν οι ρίγες είναι στο στημόνι (ούγιες).
κιλίμι, το = πρόχειρο στρωσίδι, φτιαγμένο από μαλλί.
κλεώλα, η = είδος κεφαλόδεσμου που τον μεταχειριζόντουσαν στη
Λίνδο. Αρχ. κρώβυλος.
κλουβί, το = εργαλείο υφάντρας.
κουντί, το = το ύφασμα που είχε στημόνι βαμβάκι και υφάδι μετάξι.
κοντογούνι : Είδος κοντού και χοντρού ρούχου χωρικών
κουτελίτης, ο = ταινία με ραμμένα φλουράκια που την ράβουν στο μέσα
μαντήλι της σκουφωσιάς.
κουταλίδικα, τα = τα υφαντά που σχηματίζουν μικρά τετραγωνάκια
στο χρώμα και στην ύφανση.
κόψιμο, το (του βαμβακιού): γίνεται με το δοξάρι. Αντιστοιχεί με το ξάσιμο και το λανάρισμα του μαλλιού.
κρητικές, οι = κουβέρτες από την Κρήτη.
κλώθω = κάνω το μαλλί ή το βαμβάκι κλωστή.
κλωσμένο, το = το υφάδι που δημιουργεί σγουράδες στην ύφανση και
χαρακτηρίζει τα κλωστά υφαντά.
κοφίνι, το = πλεκτό στο χέρι καλάθι.
κόψιμο, το = (του βαμβακιού) γίνεται με το δοξάρι. Αντιστοιχεί με το ξάσιμο και το λανάρισμα του μαλλιού.
κουρούνες, οι = εκεί που στηρίζονται οι διχάλες του αργαλειού.
κροκίδι, το = χοντρή μάλλινη ή λινή κλωστή.
κτενωτά, τα = εκεί που οι ρίγες του στημονιού ανταμώνονται με τις
ρίγες του υφαδιού. Λέγονται και ανταμωτά.
Λ
λανάρι, το = ξύλινο εργαλείο με μεταλλικά δόντια σα βούρτσα για να γίνει το μαλλί αφράτο.
λανάρισμα, το = το άνοιγμα του μαλλιού και το ξάσιμο του καθώς μπλέκεται μέσα στα δόντια των λαναριών.
λαφανταριά, η =
«Γλωσσικά διαλεκτικά: Ήταν γνωστή στους πιο πολλούς και είναι επαγγελματική, ανήκει δηλ. σε μια τάξη γυναικών που ασχολούνται ακόμα με την υφαντική. Δεν ήταν όμως και γενικά γνωστή. Στα τελευταία δυο χρόνια διαφημίστηκε πολύ με τις δυό ωραίες εορτές πούχε την έμπνευση να διοργανώσει το αξιοσέβαστο σωματείο της «Εργάνης Αθηνάς» με τη βοήθεια του κ. Α. Βρόντη, παρμένες από τη ροδίτικη ζωή. Αφορμή με τις παραστάσεις αυτές, στις οποίες το πρώτο μέρος έπαιξε η λαφανταριά με τα ωραία τραγούδια της βούας, η λέξη έγεινε πασίγνωστη. Πήρε θέση σε επίσημα προγράμματα, στην καθημερινή ομιλία, στα σαλόνια, σε οικογενειακές συγκεντρώσεις και στις διασκεδάσεις μαζί με τα τραγούδια του συρμού ακούστηκαν και οι ωραίοι στίχοι: « λαφανταριά το χτένι σου
σιγά το πέταλό σου
κι εμάρανες κι ετρέλλανες
το γειτονόπουλό σου».
Κάποιος με ρώτησε πως έγινε η λαφανταριά. Το καταλαβαίνω, λέει, ότι γίνεται από το υφαίνω – υφάντρα, αλλά που βρέθηκε εκείνο το λα;
Εξηγούμαι: Ανυφαίνω στην αρχαία = υφαίνω εκ νέου, ανανεώνω το παλαιό ένδυμα (Πλατ. Φαίδων 87Ε), ουσ. ανύφανσις και ανυφάντης. Το ανυφάντης έπειτα συνηθίστηκε με τη σημασία του υφάντης (Σουίδα), θηλ. ανυφανταριά (Ευστάθ. 1764, 60) έπειτα είπαν και ανυφαντίνα ή ανυφαντού, ανυφάντρα και ανυφανταριά.
Το ανυφανταριά προφέρθηκε και αλυφανταριά και αρς. Αλυφαντής (βλ. Λεξ. Ελευθ.) κατόπιν αλαφανταριά όπως λημένω και λαμένω = περιμένω, εξέπεσε το α στην αρχή, πράγμα πολύ συνηθισμένο (πρβ. ντράϊφος, ανδράδερφος, ντάμα, αντάμα (εν τω άμα) ακούω, κούω, κλπ και έμεινε λαφανταριά ο συνηθισμένος τύπος. Συνεχίζοντας τη γλωσσική εξέλιξη σε μερικά χωριά την είπαν και λεφανταριά, κατά το λαφάσσω, λεφάσσω (Κατταβιά).
Την ίδια εξέλιξη επήρε και το ρήμα αναμένω- περιμένω, αναμένω και ανημένω, αλημένω, λημένω, λαμένω (Φιλήντας Γραμμ. Της Ρωμαϊκής γλώσσας)».
Ρόδος,16 Ιουνίου1932.
Χριστόδουλος Παπαχριστοδούλου
λαπάτα, η = ξύλο που χτυπούν τα πλυνόμενα ρούχα.
λαχούρια, τα = τα μαντήλια που ήρθαν από τη Λαχώρη.
λιψιάνικα, τα = τα μαντήλια που ήρθαν από την Λιψία.
λοναρισμένος, ο = καταξεσχισμένος. Αρχ. λονάρα.
λοντρίνα, η = το ύφασμα που ήρθε από το Λονδίνο.
λουριά, τα = (βλ. λ. αράδες. Υπάρχουν και άλλες ονομασίες όπως
λουριστά, λουρωτά ή αραδωτά υφάσματα.
Μ
μαντίλι, το = αρχικά σήμαινε καλύπτρα, αργότερα η πετσέτα για
διάφορες χρήσεις.
μαρμαροδίμιτο, το = μονόχρωμο ύφασμα που σχηματίζει ρόμβους ή
τετράγωνα στην ύφανση.
μασούρι, το = μικρό καλάμι όπου τυλίγεται το νήμα του υφαδιού στη σβίγκα.
μαχραμάς, ο = είδος βαμβακερού υφάσματος. Και ο κατασκευαστή ή και ο πωλητής υφασμάτων. Μαντίλι ή προσόψιο. Σύμφωνα με τον Αν. Βρόντη χρυσοκέντημένο ύφασμα.
μελιγκάζω, = κατεργάζομαι το λινάρι.
μεσάλες, οι = η πετσέτα.
μεταξοσκώληκας : σκουλήκι που το σάλιο του μόλις βγεί από το στόμα του σαν υγρό υγροποιείται και γίνεται κλωστή, η περίφημη μεταξένια κλωστή
μεταξωτά, τα = Υπάρχουν πολλές παράγωγες λέξεις όπως ολομέταξα,
αγνομέταξα, φαδομέταξα, μεταξομπάμπακα.
μιντέρι, το = το ταπέτο. (βλ. και λ. μοσκήτης).
μιτάρια, τα = εξαρτήματα του αργαλειού κατασκευασμένο από χοντρά νήματα στηριγμένα σε δύο παράλληλες βέργες. Ανάμεσα στα μιτάρια περνά το στημόνι.
μιτάρι: εξάρτημα του αργαλειού κατασκευασμένο με χοντρά νήματα στηριγμένα σε δύο παράλληλες βέργες. Ανάμεσα στα μιτάρια περνά το στημόνι.
μίτωμα, το = το πέρασμα του στημονιού από τα μιτάρια. Λέγεται και μπούρλιασμα.
μοσκήτης, ο = το ταπέτο.
μουριές : των οποίων τα φύλλα είναι η μοναδική τροφή του μεταξοσκώληκα
μπενεβρέκι ή σιαγιάνι είδος βράκας από ύφασμα μάλλινο (δίμυτο) σε χρώμα μαύρο, υφασμένο στον αργαλειό του σπιτιού. Φαρδύ με σέλα που κρέμονταν αρκετά στο πίσω μέρος. Δύο βαθιές τσέπες στα πλάγια, ίδιο μπρος πίσω με μάκρος ως τα παπούτσια. Δένονταν στη μέση με μια λουρίδα από ύφασμα, περασμένη εσωτερικά που με το σφίξιμο σχημάτιζε σούρα.
μπαούλο: Ξύλινο κουτί που φυλασσόταν ρούχα και πολύτιμα αντικείμενα
μπάντα : υφαντο διακοσμητικό που το κρεμούσαν στον τοίχο και είχε ωραία και περίτεχνα σχέδια.
μπούστο: Γυναικεία φορεσιά από τη μέση και πάνω
Ν
νεροτριβή, η = ή ντρίστα, ξύλινη κατασκευή κοντά σε νερό, όπου ρίχνουν τα χοντρά μάλλινα υφαντά για να χτυπηθούν.
νταβανωτά, τα = (βλ. λ. ανταμωτά).
ντρίστα (νεροτριβή): ξύλινη κατασκευή κοντά σε ποτάμι, όπου ρίχνουν τα χοντρά μάλλινα υφαντά για να χτυπηθούν από το νερό.
ντιβάνι: Είδος χαμηλού κρεβατιού
ντορβάς: Υφαντός μικρός οδοιπορικός σάκος (ντρουρβάς) .
ντουλαμάς φοριούνταν πάνω από τη βέστα, ήταν από το ίδιο ύφασμα χωρίς γιακά και κουμπιά με μάκρος ως τη μέση.
Ξ
ξάσιμο, το = το άνοιγμα του μαλλιού με τα χέρια, για να καθαρίσει από ξένες ουσίες.
ξεφαδιαστά, τα = υφαντά που γίνονται τα σχέδιά τους με υφάδι, τυλιγμένο στο μασούρι της σαίτας ή σε κουβαράκια.
ξεφόρι, το = το φόρεμα το εξωτερικό των γυναικών.
ξίγκλα, η = το υφασμένο πανί που το κρατά τεντωμένο.
ξυλότεχνο, το = είναι το ξύλινο πλαίσιο για το χτένι.
Ο
οκά : ήταν Οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας. Ύστερα από την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συνέχισε να χρησιμοποιείται στα κράτη που προέκυψαν από τη διάλυσή της, συνήθως παράλληλα με τις μονάδες του μετρικού συστήματος. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια.
όρθιος, ο = ο αργαλειός με όρθιο ιστό.
όριο, το = το μεταξύ της ρόκας και του δεξιού χεριού ευρισκόμενο νήμα.
ούγια, η = η άκρη του υφάσματος. Αρχ. ώα.
ουγιαστά, τα = όταν οι ρίγες είναι στο στημόνι (ούγιες).
Π
παλάντζα: Ζυγαριά με δύο δίσκους έναν για σταθμά και έναν για το αντικείμενο που ζυγίζεται
παλούδια, τα = εκεί που μαζί με τα πατοσίδερα στηρίζονται οι πατήτρες.
πατήτρα, η = εξάρτημα του αργαλειού όπου πατά η υφάντρα και ανεβοκατεβαίνουν τα μιτάρια για να διασταυρώνεται το στημόνι με το υφάδι.
πατοσίδερο, το = εκεί που στηρίζονται οι πατήθρες.
πεστεμάλι, το = πετσέτα.
πεστιμάλια, τα = είδος βαμβακερού υφάσματος.
πουκαμισλίκι, το = άσπρο ύφασμα λεπτό με στημόνιο φελεμένι και
υφάδι μετάξι.
πλάστιγγα: Ζυγαριά για μεγάλα βάρη
Ρ
Ρόκα, η = ειδικό ραβδί πάνω στο οποίο στερεώνουν το μαλλί ή το βαμβάκι για να το γνέσουν, με το χέρι. Μσν. ρόκα < ιταλ. rocca. Ποντιακά ροκώνω σημαίνει ακινητοποιώ.
Σ
Σάγισμα, το = υφαντή στρώση από μαλλί κατσίκας.
σαΐτα: Εργαλείο υφαντικής του αργαλειού
σακούλι: Υφαντός πολύχρωμος σάκος
σάλι: Γυναικείο ρούχο πλεχτό ή μάλλινο που χρησιμεύει για να σκεπάζει τους ώμους
σεντούκι: μπαούλο παλιάς εποχής
σίδερο: Σίδερο για σιδέρωμα ρούχων με κάρβουνο
σκούφος: Εφαρμοστό κάλυμμα του κεφαλιού
σκαφούνια : κάλτσες μάλλινες πλεχτές με πολλά στολίδια , ενώ απλά κάλτσες λέγοταν οι μπαμπακερές
σλιάχι: Δερμάτινη θήκη για όπλα, ξίφος ή μαχαίρια (Σελάχι)
σκάφη : Ξύλινο ή μεταλλικό κατασκεύασμα που χρησιμοποιείται για πλύσιμο, ζύμωμα
στημόνι: το νήμα που τοποθετείται κατά μήκος του αργαλειού για να χρησιμοποιηθεί ως βάση του υφαντού. Κατά την ύφανση διασταυρώνεται με το υφάδι και σχηματίζεται το ύφασμα.
σφοντύλι: κωνικό κομμάτι ξύλου που δίνει το απαραίτητο βάρος στο αδράχτι για να περιστρέφεται.
σαλβάρι, το = φαρδιά βράκα. Απαντάται και ως επώνυμο.
σανταλιόν, το = το μεταξωτό ύφασμα που ήρθε από την Λυών.
σαραντρατσωτά, τα = όταν το σχέδιο τους μοιάζει με τα τετράγωνα της
οροφής.
σαφί, το = καθαρό, σαφί μαλλί, καθαρό μαλλί.
σερβέτα, η = μάλλινο αντρικό σάλι κεφαλιού.
σκουλωτά, τα = (βλ. λ. σκουλάτα).
σκουτί, το = το χοντρό μάλλινο ύφασμα, εξαγόταν στη Βενετία και στην
Τεργέστη.
σκεμπελίδικα, τα = τα μονόχρωμα υφαντά.
σκεπάδες, οι = καλύμματα κεφαλής, σαν τα σάλια.
σκέπη, η = αρχικά σήμαινε γυναικεία καλύπτρα (νυφική) , αργότερα ορισμένο είδος υφαντού.
σκηνόπανα, τα = είδος βαμβακερού υφάσματος.
σκουλάτα, τα = υφαντά που έχουν προεξέχουσε θηλιές σε όλη την
επιφάνεια ή μόνο στο διακοσμητικό πεδίο.
σπάθες, οι = εξάρτημα του αργαλειού.
σπάθη, η = βέργα του αργαλειού (βλ. λ. Σπαθωτά).
σπαθωτά, τα = υφαντά που πήραν το όνομά τους από τη σπάθη, τη
βέργα που τοποθετούν κάθετα μπροστά στα μιτάρια.
στριμμένο, το = (βλ. λ. κλωσμένο).
σωπάνι, το = υφαντό που προοριζόταν αρχικά για εσωτερική επένδυση
στα ρούχα (φόδρα).
σωπανίσιο, το = (βλ. λ. σωπάνι).
στημόνι, το = το νήμα που τοποθετείται κατά μήκος του αργαλειού, για να χρησιμοποιηθεί ως βάση του υφαντού. Κατά την ύφανση διασταυρώνεται με ο υφάδι και σχηματίζεται το ύφασμα.
στόμα, το = το άνοιγμα του στημονιού μποστά από τη σταύρωση.
στρίβω = κάνω το μαλλί ή το βαμβάκι κλωστή.
στρωτός, ο = είδος αργαλειού, ο καθιστός.
σφίχτρο, το = εξάρτημα αργαλειού στο γύρισμα του μπροστινού αντιού.
σφοντύλι, το = ένα κομμάτι ξύλο κωνικό που δίνει το απαραίτητο βάρος στο αδράχτι για να περιστρέφεται.
Τ
σαρακλιά, τα = όταν οι ρίγες μοιάζουν με τα δόντια της χτένας.
σιμπέτ, το = το μεταξωτό ύφασμα που ήρθ από το Θιβέτ.
σιραμπουλού, η = η ζώνη που ήρθε από την Τρίπολη της Β. Αφρικής.
σριπλικένια, τα = τα βαμβακερά που είχαν ρίγες στο στημόνι ή στο
υφάδι τους.
σριπλίκι, το = (βλ. λ. τριπλικένια).
σσεβρές, ο = πετσέτα.
σσεμπέρι, το = ύφασμα που καλύπτει το κεφάλι της η γυναίκα (μαντήλα).
Το τσεμπέρι μου ξεσκώ τοχ χορό εμ παρατώ.
(Παροιμία για κείνους που επιμένουν πολύ).
σσιμιομαντύλα, η = διακοσμητικό μαντίλι κοντά στη τσιμιά.
Σαν τη τσιμιομαντύλα μας σαν καλοέρου ράσο
μου φάνηκε η μούρη σου μου ‘ρκεται να ξεράσω.
συλιχτάρι, το = όταν ξετυλίγουν το νήμα από το αδράχτι στο τυλιάδι.
σύλιγμα, το = εργαλεία στον εργαλείο.
Υ
υφάδι, το = το νήμα που περνά με τη βοήθεια της σαΐτας ανάμεσα από
νήματα του στημονιού και διασταυρώνεται κάθετα μαζί τους.
υφαντό, το = αυτό που έχει φτιαχτεί στον αργαλειό.
Φ
φανέλλα : υφαντή η πλεχτή μάλλινη ή μαλλοβάμβακη ίδια χειμώνα καλοκαίρι.
φελεμένι, το = βαμβακερό ύφασμα από αγοραστό ύφασμα.
φελεμίσια, τα = τα βαμβακερά που είχαν ρίγες στο στημόνι ή στο υφάδι τους.
φλοκάτα προσόψια, τα = Ονομαστά ήταν του Βελβενδού από την Πόλη.
φλοκιαστά, τα = Φλοκιαστά με φούσκες εκείνα που είναι περαστά με τη βέργα ή τις βεργωτές.
φουσκιά, τα = τα σκουλαρίκια.
φλωκάτη, η = υφαντό , φλωκοτό στρασίδι που γινόταν στον αργαλειό από μαλλί προβάτου.
φουστανίσια, τα = ολόμαλλα υφαντά με μικρά τετραγωνάκια σε διάφορους χρωματισμούς, από το Σουφλί ή το Φουϊστάτ.
Χ
χτένι, το = αυτό που κανονίζει το πλάτος του πανιού. Αποτελείται από μια σειρά λεπτά καλάμια με μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, που προσαρμόζονται σε ξύλινο πλαίσιο.
Ψ
ψηφωτά, τα = τα υφαντά που σχηματίζουν μικρά τετραγωνάκια στο χρώμα και στην ύφανση.
ΧΑΡΑΣ ΣΤΟ ΚΟΥΡΑΓΙΟ ΣΑΣ ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΤΟ
ΑπάντησηΔιαγραφή